- ξανθότριχος
- ξάνθοθριξyellow-hairedmasc gen sgξανθόθριξmasc/fem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξανθότριχος — η, ο αυτός που έχει ξανθές τρίχες, ξανθός, ξανθομάλλης … Dictionary of Greek
ξανθοτρίχης — ο, θηλ. α ξανθότριχος, ξανθομάλλης … Dictionary of Greek
ξανθοτριχώ — ξανθοτριχῶ, έω (ΑΜ) έχω ξανθά μαλλιά, είμαι ξανθομάλλης, ξανθότριχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + τριχῶ (< τριχος < θρίξ, τριχός), πρβλ. λευκο τριχώ, ουλο τριχώ] … Dictionary of Greek